- χθόνιος
- -α, -ο / χθόνιος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοιμυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»μυθ. θεότητες και δαιμονικές μορφές που συνδέονταν με τον Κάτω Κόσμο και, κατ' επέκταση, με τον θάνατο, αλλά και με τη γονιμότητα και την ευφορία τής γηςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο χθόνιοςζωολ. γένος μικρών αραχνώναρχ.1. (για πρόσ.) α) αυτόχθονας, εγχώριος («γενεᾱς χθονίων ἀπ' Ἐρεχθειδῶν», Σοφ.)β) ύπουλος, δόλιοςγ) σκυθρωπός, αυστηρόςδ) στυγνός2. (για πράγμ.) γήινος («χθονία κόνις», Αισχύλ.)3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Χθόνιοςμυθ. γιος τού Ποσειδώνος και τής Σύμης, θεωρούμενος ως ο πρώτος οικιστής τής πόλης Σύμη4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Χθονίαλατρευτική προσωνυμία τής Δήμητρος στην Ερμιόνη5. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Χθόνιαθρησκευτική εορτή στην Ερμιόνη προς τιμήν τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης6. (κατά τον Ησύχ.) «χθόνια·...βαρέα, φοβερά, μεγάλα».[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ksamyah «γήινος», με το αρχ. ιρλδ. duine «άνθρωπος» και με το γαλατ. dyn «άνθρωπος». Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίθ. χθόνιος —ποιητικός κυρίως τ.— εμφανίζει ιδιαίτερη θρησκευτική χροιά στη σημ., όπως και η λ. χθών (βλ. λ. χθων) και δεν έλαβε στην Ελληνική τη σημ. «άνθρωπος», αφού άλλωστε και η λ. χθών δήλωνε κάτι πάνω από τα ανθρώπινα, τα γήινα μέτρα].
Dictionary of Greek. 2013.